- φιλοτομαριστής
- ο, θηλ. φιλοτομαρίστρια, Ναυτός που ενδιαφέρεται μόνον για τον εαυτό του, ο υπερβολικά ατομικιστής.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + τομάρι + κατάλ. -ιστής*.].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλοτομαριστής — ο θηλ. ίστρια ο φίλαυτος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… … Dictionary of Greek
φιλόζωος — η, ο 1. αυτός που αγαπάει υπερβολικά τη ζωή του: Είναι φιλόζωος και φιλοτομαριστής. 2. αυτός που αγαπάει τα ζώα, ζωόφιλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)